ξείνων

ξείνων
ξένος 1
guest-friend
masc gen pl (ionic)
ξένος 2
guest-friend
fem gen pl (epic ionic)
ξένος 2
guest-friend
masc/neut gen pl (epic ionic)
ξενόω
make one's friend and guest
imperf ind act 3rd pl (doric ionic aeolic)
ξενόω
make one's friend and guest
imperf ind act 1st sg (doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιτιμήτωρ — ἐπιτιμήτωρ, ὁ (Α) [επιτιμώ] προστάτης και εκδικητής («Ζεὺς δ’ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • κοίρανος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κλείτου και πατέρας του γνωστού Κορίνθιου μάντη Πολυείδη. 2. Καταγόταν από την Πάρο. Η παράδοση αναφέρει ότι αγόρασε στο Βυζάντιο όλα τα δελφίνια που είχαν πιαστεί στα δίχτυα και τα έριξε πάλι στη θάλασσα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”